- γενεσιουργῶν
- γενεσιουργέωbring into beingpres part act masc nom sg (attic epic doric)γενεσιουργόςconcerned withmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… … Dictionary of Greek
λοχευτικός — λοχευτικός, ή, όν (Α) το θηλ. ως ουσ. ἡ λοχευτική η μαία, αυτή που εκμαιεύει («λοχευτικὴ τῶν γενεσιουργῶν λόγων», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λοχευτής (< λοχεύω)] … Dictionary of Greek
σεληνοτοπογραφία — η, Ν αστρολ. κλάδος τής αστρονομίας που ως αντικείμενο έχει τον σχεδιασμό και την περιγραφή τών τοπογραφικών λεπτομερειών τής επιφάνειας τής Σελήνης, οι οποίες χρησιμεύουν στην έρευνα τών γενεσιουργών αιτίων τών τοπογραφικών σχηματισμών της και… … Dictionary of Greek